- προσχρώννυμι
- προσχρώννῡμι,A spread upon,
τοῖς ἐδέσμασι D.S.19.33
([voice] Pass.).II metaph., Λακεδαιμονίους ὑποπεσόντας . . τῷ γραφείῳ προσέχρωσε 'painted them black', Plu.2.859e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῖς ἐδέσμασι D.S.19.33
([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσχρώννυμι — Α 1. χρωματίζω κάτι με επάλειψη ή με τρίψιμο 2. μτφ. δίνω μαύρο χρώμα («Λακεδαιμονίους ὑποπεσόντας... τῷ γραφείῳ προσέχρωσε», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek